ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ

«ΛΑΚΩΝΙΚΗ ΣΟΝΑΤΑ»





Άπληστα μάτια αδιάκριτα
για την Ανδρομέδα και την Καλλιστώ
τους ταξιδιωτικούς σας σάκους
ετοιμάστε


Αρχή της σελίδας
Η πόλη θυμάται

Νοτισμένα ματόκλαδα
πρόσωπο μελαχρινό κατά τη δύση
κι όλο κοιτά η πόλη η ελάχιστη
από κει στο γαλάζιο
στο σταχτί του χρόνου από δω
λες και κάτι περιμένει
Θα επιστρέφω

Άσπρο μαντίλι βυθών μυστικά
κι ό,τι λατρεύτηκε σε μελτέμια μνήμης
τρυφερά η πόλη ξετυλίγει

Σπασμένη λαγουδέρα σκουριά στα χείλη
σκεπάρνι του Ν ικολακέα· ο ταρσανάς
κατάκοπες γυναικείες σκιές
στην ανέμη βυθισμένες· το μεταξουργείο
Μορφές διάφανες σελίδες λευκωμάτων
της μοναξιάς σώματα ελαφρόπετρες
στα εικοσιτετράωρα της παραλίας σεριανίζουν

Πόλη ελάχιστη -μέγιστη αγκαλιά
γεύση υφάλμυρης βανίλιας
με χάδια ιερών χεριών
όστριας γλάστρες καλλιεργεί
τραύματα ονείρων περιθάλπει

Στου φεγγαριού το γέρμα
φλόκος τις θύμησες χαράζει
στο χάσιμο του κόσμου
σωσίβια του νότου πόλη
με σημαίες ταξιδεύει
Θα επιστρέφω


Αρχή της σελίδας
Φωτογραφία

Με το κόστος της ελπίδας
κύλησε κιόλας ο μισός Αύγουστος
και σε μένα
περιπατητή χαμένων στοιχημάτων
ερανιστή παλιών επιγραμμάτων
του νεφελοβάτη τη ρετσινιά μού κόλλησαν
κι είχαν δίκιο
ποτέ δε διέδωσα πως είμαι ξένο σώμα
Ποτέ δεν ομολόγησα
πόσο το λειτούργημα με απωθεί
πόσο το σπάνιο επάγγελμα με θέλγει


Αρχή της σελίδας
Πάντα παρέα

Κατάλληλες λέξεις αναζητάς
σύντομο ρεπόρτο να συντάξεις
όταν απ' τη φράση
-ερωτικό ναυάγιο δεν
ξέρεις τι απ' τα δυο
σ' έκανε μούσκεμα κατακαλόκαιρο

Καντηλίτσα το λαιμό σου απειλεί
θα την πιεις ως τον πάτο
θα την πιεις
δική σου η πίκρα της κανάτας
κι ύστερα φαρμάκι φορτωμένος
για τα ύψη ξεκινάς
στροφές αριστερά κράτει και πρόσω
μοίρες οκτώ δεξιά της Πούλιας
κομμάτια πένθιμα βρεγμένα ενδύματα
σε ήλιους να απλώσεις

Σκόνη αστρική ασύλληπτο τοπίο
και ξαφνικά να την
να την και σου 'ρχεται
βαθύχρωμη γαλάζια αισθήτα
νύχια βαμμένα βυσσινί
στροβιλίζεται καπνίζει
ωχ!!!
τι φρικτή τι πρόστυχη Κυρία
Τι κούκλα που 'ναι η θλίψη


Αρχή της σελίδας
Γύρω στα 1840 βρέθηκε στη Νεάπολη Λακωνίας επιτύμβια επιγραφή με το εξής κείμενο:
«Η Αρέσκουσα έμοιαζε την Αφροδίτη στην ομορφιά. Στη δεξιοτεχνία και σωφροσύνη την Αθηνά. Γι' αυτό οι δικοί της δεν χορταίνουν τον θρήνο και τα δάκρυα».


Αρέσκουσα

Στους δυόσμους και στα χαμομήλια
με τη Θάλεια την Εριφύλη την Ελένη
απόγευμα αρχαίο του Απρίλη
χόρευες σαν τρελή λές κι ήθελες κάτι να προλάβεις
Και ξάφνου πάνω στο χορό
την ομορφιά σου ζήλεψε του Άδη ο κωπηλάτης
και στου Ταινάρου το βυθό σε οδήγησε

Αρέσκουσα
της εφηβείας σου μελαχρινό διαμάντι
άφαντο κι ανέγγιχτό μου γειτονάκι
Κουράγιο το κουράγιο -πέτρα την πέτρα
την κατασκότεινη σπηλιά να βρω
Θα 'ρθω
για να σπαθίσω το Έρεβος
την ώρα που ξυπνάνε τα τριζόνια
και οι φειδωλοί θεοί σταγόνα την εύνοια μοιράζουν
Την ώρα που ευτυχής μεθοκοπά ο Πλούτωνας
θα 'ρθω με δώρα και χρυσά νομίσματα
μήπως και το Ραδάμανθυ εξαγοράσω

Αρέσκουσα για να σε πάρω
τις γκρίζες σκιές τριγύρα να ξορκίσω
το σκοτάδι απ' το πρόσωπό σου να σκουπίσω
το θαλασσί του κόλπου θα φέρω να πλυθείς
μαργαριτάρια -χρώματα να στολιστείς
στο μεσημέρι το βαθύ να ξεχαστεί η μέρα

μήπως και θυμηθείς
πριν δυο χιλιάδες τόσα χρόνια
με ποιο όνομα τ' αγόρια σ' αγαπούσαν

Μα στο λαιμό Αρέσκουσα
Μαΐους που δεν έζησες θα σου κρεμάσω
αυτούς που σου χρωστά ο Επάνω Κόσμος

Αρέσκουσα
του Νότου λεπτοκεντημένο αστέρι
ώρα πρωινή της Άνοιξης την ομορφιά σου
χέρι-χέρι
την Ομορφιά που αργαλειοί του τόπου μου
προσεχτικά την ύφαναν -ψηλά
στου Κάβου τους γρανίτες ν' ανεβάσω
σε χρυσοπράσινα πελάγη να καθρεφτιστεί
μήπως και τυφλωθεί η Ασκήμια
μήπως και γαληνέψει το Κακό
κι ανοίξουν πάλι οι αγκαλιές του κόσμου

Αρέσκουσα - του Κάλλους μικρέ μου Αρχάγγελε
Κόρη της διπλανής μου πόρτας


Αρχή της σελίδας
Οδηγίες για περιπατητές

1

Σε δρόμους αναζήτησης
και σε παλιά βιβλία
είναι επικίνδυνο να περπατάς τη νύχτα

Η γνώση κουστούμι στεγανό
σε αποδιώχνει απ' τους πολλούς
στο πλάι τους σε εξορίζει

Κι αν
με τον εαυτό σου φίλος δε λογιέσαι
μη ζυγώνεις τα βιβλία
θα περικυκλωθείς
μόνος θα μείνεις
θα καείς

2

Αν συνηθίζεις τις σεμνές τελετές
κι αν τον Παράδεισο αντέχεις
σε δάσκαλο ειδικευμένο
για τις ανάγκες της χιλιετίας
βροχοποιός σπούδασε

Τ' ουρανού τους κρουνούς να χειρίζεσαι
για να 'χει να δροσίζεται
η άνυδρη παραμυθία


Αρχή της σελίδας
Στη Γαλιλαία σε φωνάζω

Κύριε των δυνάμεων
Κύριε η γη σου
γη των καπνών και γη πυραύλων
νομίσματα στην αγορά
πού να σταθείς
με ποιον να πας
γη του πυρός και γη του λάθους

Ιδού το μάτωμα και οι πληγές
των θαυμάτων Κύριε
θηρίων μουγκρητά
αιμάσσουσες καρδιές της νύχτας
Ιδού ο χορός των μαχαιριών
οι βόμβες οι μάσκες τα οξέα
οι κεραυνοί κατάστηθά μας

Στο δηλητήριο πνιγμένοι
κι εμείς εκεί
στη Γαλιλαία καρφωμένοι


Αρχή της σελίδας
Επίδαυρος Λιμηρά

Σε δαντελωτές ακρογιαλιές
τόξα παρατεταγμένα χειραψίες νεκρών
κυκλώπεια γρανιτένια τείχη
κι ένα τοπίο φοβισμένο
της πικρής μας μοίρας δώρο

Στο ξερολίθι ανύποπτο το άλογο
διάτρητη η χλαμύδα μου στο αίμα
πόσες φορές με νίκησες
πόσες φορές σε μίσησα

Κι αυτός
ο κουρδισμένος δρομέας κύκλους κάνει
με βλέπει και με αγνοεί
αυτός ο ασθμαίνων μαντατοφόρος
αντί να τρέξει τη νίκη ν' αναγγείλει
χιλιάδες χρόνια τώρα
Ψελλίζει ο ανόητος
-Όχι άλλες μάχες
-Όχι άλλους νικητές


Αρχή της σελίδας
Νυν και αεί

Σ' ανώνυμα πλήθη περιπατητή
τις αποφάσεις σου τις αντιφατικές
τις Ψευδαισθήσειςσου τις επώδυνες
τις κίτρινες παλιές φωτογραφίες
θυμάσαι ή μήπως
τα Ναι και τα Όχι σου μετρώντας
αναρωτήθηκεςποτέ
πόσες φορές προδόθηκες
και πόσες πάλι πρόδωσες
πόσες φορές γεννήθηκες
και πόσες πάλι πέθανες

Στις απρόοπτες μεταμορφώσειςσου
στις συνεπείς σου θανατογεννήσεις
αυτόπτες μάρτυρες οι άλλοι
και προπαντός
εκείνος ο φίλος σου ο εχθρικός
ο καθρέφτης


Αρχή της σελίδας
Μάνη

Άντρες με σγουρά μαλλιά
και την απόφαση στο χέρι
για το Ψωμί και για τον ήλιο
στήθια μυλόπετρες
Μουστάκι του καλοκαφιού
κόκκινο χτενάκι
στο παράθυροτου χρόνου
σκιές που με προστατεύετε

Εγώ ο βιονικός της κίτρινης ερήμου
ο φυλακισμένοςσε κεραίες τηλεοράσεων
πίνω σε χημείο το κρασί μου
κολατσίζω κάθε πρωί
μ' ένα κομμάτι άσφαλτο
καπνίζω σαν λύχνος
σε κυβικά το διοξείδιο
μοσχομυρίζωYves Saint Laurent
και σας καλώ στους πύργους
σε τουφεκίδι άσφαφο
σε τρικούβερτο γλέντι


Αρχή της σελίδας
Μαραθιάς

Πίσω
στις λυγαριές στις πικροδάφνες
στα φουντωμένα κλήματα
στη γη της αχλής οπού ανθίζει
και καίγεται πάνω στα χείλη μας

Πίσω
στη χαίτη των αλόγων
στο μύθο της βαθιάς σπηλιάς
με το σουραύλι στόμα
στα κυπαρίσσια τα ψηλά
π' αρμέγουνε τον ήλιο

Με τρεμάμενη φωνή
αίματα γάζες και οινοπνεύματα
πίσω στη λόχμη να κρυφτούμε

Καρφώνω γαρδένια στα στήθια
και γυρνώ
χωρίς ποτέ να φτάσω


Αρχή της σελίδας
Νοέμβρης

Μέσα σου αυλαία απουσίας
και το κενό δεν έχει χρώμα
Μέσα σου δύο πόρνες περιωπής
η Βαρώνη η Μοναξιά
η Δόνα η Μοναχικότητα
γάτες με δαγκωτά φιλιά
με χάδια και με νύχια
μάχονται σκληρά ποια θα σε κατακτήσει

Τελικά
και στις δυο ανεπιφύλακτα ενδίδεις


Αρχή της σελίδας
Ταξίδι

Μινώταυρων μουγκρητά ουλές ερώτων
κι εμείς ω φίλoι
ιθαγενείς ευάλωτων πατρίδων
αυτόχθονες αλογόκριτων ονείρων
των προδομένων -ισμών
των ιδεολογιών της πολλαπλής ήττας
τα μεταφυσικά μας άγχη περπατάμε
τον ίδιο βράχο πάντα κουβαλάμε
μη και λοξοδρομήσει η ζωή
μη και χαθεί η γοητεία του θανάτου

Σε ένοπλο χρόνο κλειδωμένοι
σε νοικοκυρεμένο χάος πεταμένοι
Καλό μας ταξίδι
σύντροφοι και συγκάτοικοι


Θυμήσου

Σ' ένα σακί γιομάτο ομίχλη
της διαίτης ζωή μου
δέντρα γοτθικής καταγωγής
τουλίπες των υψομέτρων
έγχρωμα πουκάμισα ν' αρέσεις στα πουλιά
τρεμάμενες υπαρξιακές στιγμές
που μεγάλωναν την παγωμένη νύχτα
αιχμαλωτίζω

να κρίνεις αν η πολύχρονη εκδρομή
αν ο περίπατος στων ποταμών τα κρύσταλλα
στις καταπράσινες του Λαμαρτίνου λίμνες
τόπο πιάσανε
ή μήπως ήταν όλα τούτα
αντικατοπτρισμός κι ένας αιώνιος
χορός ειδώλων


Αρχή της σελίδας
26 Μαΐου 1452

"Από του Πλωτίνου τον καιρόν, ος ην χιλίων τετρακοσίων ετών, σοφώτερον άνθρωπον ουδένα εποίησεν η Ελλάς του Πλήθωνος".
Βησσαρίων (επίσκοπος Νικαίας)


Κάθε οδός ατραπός και ίχνος
στων Παλαιολόγων το Δουκάτο οδηγεί
Θεοί ημίθεοι προφήτες
είδωλα αραχνουφαντα
Και να που πριν την ώρα τους
έγκαιρα φτάσανε όλοι εδώ
Η της σοφίας Παλλάδα Αθηνά
ο εξ Αιγύπτου Πλωτίνος
ο της θεωρίας των ιδεών Πλάτων
κόρες γαλάζιων πέπλων
βυζαντινοί θωρακισμένοι στρατιώτες.

Γεωργίου Γεμιστού του Πλήθωνος
στων κάστρων τα Αρχεία
σήμερον η μνήμη

Μαΐου καταχνιά και παρακμή
θριαμβικές δοξολογίες πένθιμες τελετές
τόσοι και τόσοι
χρησμοί χωρίς αποδέκτη
εάλω η Πόλις

Κι εσύ αδιάφανη Ιστορία
για 'κείνο το καθαρόαιμο Ελληνάκι
για τον άνδρα των σωτηρίων συνταγών
την «Πραγματεία περί Νόμων»
την πυρά με σωρούς αποκαΐδια
που ακόμη γύρω μας καπνίζουν
μίλησέ μας

Του σοφού οραματιστού
της Επικράτειας του πεφωτισμένου
Γεωργίου Γεμιστού του Πλήθωνος
Εν μέσω αιώνων θανατηφόρου αμνησίας
σήμερον η μνήμη

                    Μυστράς, Μάιος 2000


Αρχή της σελίδας
Ο λιακωτός

Στου ήλιου τη μεσόγεια φωτιά
στης όστριας την υγρασία
στις τακτικές θεομηνίες γραίγου
αυτός εκεί κορακοζώητος
με πέλαγο αγκαλιά
μπλουζ να χορεύει η γαλήνη
ζεϊμπέκικο οι αέρηδες

Ανοχύρωτος σε κεραυνού απειλή
σε ηλικιωμένες βασκανίες
πολύχρονος με τη σκουριά συζεί
και με βαθιές ρωγμές στο σώμα

Στέλνει στους Θεούς φιλιά
στην καθημερινή φθορά κατάρες
κι όταν συνέρχεται
ασβέστη ευωδιές στα γειτονάκια

Ο λιακωτός ανθίσταται
Ο λιακωτός γνωρίζει


Αρχή της σελίδας
Μάνα

Σώριασα τα παιδικά μου χάδια
στην ποδιά σου
Συμμάζεψα τα Χερουβείμ
για να χορέψουν πάνω στα χείλη σου

Στις ζάρες του προσώπου σου γονάτισα
στους ρόζους των χεριών σου κομματιάστηκα
και τα ρίγη που σέρνω στο κατόπι μου
είναι απ' την άσκηση στον πυρετό μακριά σου

Ερμήνευσα ευλαβικά το δάκρυ σου
έφαγα το ζεστό ψωμί σου
και σε θωρώ
Μάνα
γεράνι μακρινό και γιασεμί
γλυκό απαλό γειτόνεμα
μες στο σεισμό του κόσμου

                    Λάχι 1975


Αρχή της σελίδας
Πατήρ πάντων Έρως

Ι

Τι είχε και φώναζε απ' τη γέφυρα
η χτεσινή Ισμήνη των θυμών

Πως σε αγνοεί παρακολουθώντας σε
Πως ό,τι κι αν έλαβες δάνειο ήταν
Πως μ' ένα μίσος απέραντης αγάπης
σου επιστρέφει όλα εκείνα που της αρνήθηκες

Κι εσύ αιώνες πάσχεις
τη χθεσινή Ισμήνη των θυμών
ορθά να ερμηνεύσεις


ΙΙ

Σαν τα μεγάλα μάτια της
ο Αύγουστος με τα δυο φεγγάρια
και μέχρις εσχάτων προσπαθείς
εικαστικά -φωτογραφικά
ή μ' αλλεπάλληλες ικεσίες
το είδωλο του προσώπου της
ν' ακινητοποιήσεις

Χαμένος κόπος


ΙΙΙ

Ώρα εσόδων και εξόδων
ώρα μεσημεριού της πέτρας
και με πρωτόγνωρη αναστάτωση
ο Εγωλάτρης Έρως
στη μυστική ορχήστρα της ραστώνης
φορτία ρίγη αποβιβάζει
με το σκοπό τον άχραντο
στης φωτιάς και στου θανάτου
τη φάλτσα χορωδία
καθρέφτες κοριτσιών να διαφυλάξει
κι εκείνο το δικαίωμα στις ηδονές
που απ' το Νομοθέτη ξέφυγε

ΙV

Η θάλασσα - η τρικυμία
η τύφλωση - η αϋπνία
η κόλαση - η ευτυχία
             Και
η παράδοση άνευ όρων
γένους θηλυκού κι αυτή

V

Κάτι το απλησίαστο,
το ανέλπιστο να εκπλαγούμε
πελάγη χρυσαφιά να βαφτιστούμε
αχηβάδα μ' ευοίωνη προφητεία
παράθυρο ανοιχτό στην ουτοπία

Κάτι το άγνωστο
το απρόσμενο να γοητευθούμε
δρομάκι προς τα μέσα μας
να γνωριστούμε
βαθυκόκκινη πορφύρα για να βάφει
χείλη και νύχια η Αγάπη

VI

Απ' την οδό με τ' όνομα
Μπρέιτνερστραατ
έως του πάρκου την πρωινή ομίχλη
κι ακόμη έως πέρα
στα κίτρινα φώτα του σταθμού
στημένη μας την έχει ο νόστος
για μια παρτίδα σκάκι

                   Rotterdam 1965

VII

Σε αεροδρόμια λιμάνια και σταθμούς
σώμα ακτελώνιστο
με παίρνεις και με φέρνεις
με κυβερνάς
Σώμα ερωτικό και καθ' οδόν
της τακτής προθεσμίας
σώμα μου τράνζιτο

VIII

Έκαστος και το ερωτικό του μερτικό
έκαστος και η οικία της ευφροσύνης του
αν την πόρτα αφήνει ανοιχτή
να μπαίνει μέσα το φεγγάρι
και κάθε τι μοναχικό

ΙΧ

Μεσονυχτίς στο διαδίκτυο
κατασκευασμένες ειδήσεις μεταδίδω
ειδήσεις που το δίκιο το λένε Ομορφιά
Ερινύα Τισιφόνη την ασκήμια

X

Και σ' άλλους ωκεανούς τα ίδια κύματα
τα ίδια βιαστικά καράβια
με ρέλια στοιχειωμένα όνειρα
μπροστά σου θα τα βρεις

Είναι γνωστή πλέον η γη
μικρή και στρογγυλή
όσο το πορτοκάλι στο παιδικό σου χέρι

Αρκεί η απόσταση
απ' το δεξί χέρι στο αριστερό
να χωρέσουν όλες οι αγάπες
φτάνουν λίγα μίλια θάλασσα
να ξεδιπλωθούνε οι πόθοι

XI

Αν μεταξύ Σείριου και Γης
δεν ήμουνα συχνός λαθρεπιβάτης
θα ήμουνα σίγουρα στις νύχτες
ένας αθεράπευτος παραφραστής
χαράζοντας σε στήθη αγαλμάτων
ΠΑΤΗΡ ΠΑΝΤΩΝ ΕΡΩΣ


Αρχή της σελίδας
Το σπίτι

Απ' το μπαλκόνι tου πουνέντε
μ' ένα χαμόγελο αδελφικού κουράγιου
καλημέριζε τους διαβάτες ο πατέρας
κι η μάνα με χούφτα γιομάτη έγνοιες
τάιζε τα χελιδόνια που ξέμεναν

Η αδελφή τον ήλιο έστυβε
για να ζεσταίνει τ' αγριολούλουδα
που φύτρωναν στη στέγη
κι εγώ στο βορινό παράθυρο
έπαιρνα χώμα απ' τη γλάστρα
κι έφτιαχνα λέξεις σxήματα ιδέες
να τις πουλήσω με πίστωση

Ήταν ωραίο το σπίτι μας
άρχιζε απ' τη μεγάλη σάλα της καρδιάς
και τέλειωνε πέρα στα χαμομήλια


Αρχή της σελίδας
Μονεμβασία

...κι ύστερα πρόβαλε ο βράχος
με τη σκουριά στο βόλι
το κάστρο των αέρηδων
φορώντας βυσσινιά πορφύρα
Βενετοί με μπομπάρδες
προφητικά λόγια ανέμων
μονόφθαλμοι πειρατές
σκιές ερημίας

Κι ύστερα ήρθε το φως -πολύ φως
έτσι που να πελαγοδρομεί ελεύθερα
η πολιορκημένη καρτερία
ο Ελκόμενος με τα ψηφιδωτά του ίχνη
η ηλικιωμένη μνήμη απ' το πιθάρι
να ειπωθεί ξανά ο δρόμος
να 'χει να δειπνά τ' απόβραδο η Ιστορία

Μαβιά δειλινά ακολουθούν
αγάπες απ' τους πέρα κήπους
είδωλα γρανιτένιας ομορφιάς
η Πέτρινη πλώρη η μόνη μπασιά
η πόλη η κλειδοκρατόρισσα
με τα υγρά και καστανά της μάτια
φορώντας τ' απολιθωμένα της στολίδια

Στη μόνη πύλη στη θολωτή καμάρα
ανάμεσα σε δέος και μυλόπετρες
ο πρώτος δημότης
ωραίος σαν Απόλλωνας στο φως
ο Ρίτσος σε χαλκό βαλσαμωμένος

Στο πλακόστρωτο σκιά η Ματούλα
με το χαμόγελο στη θύρα
έρχεται φεύγει χάνεται
κι απροσδόκητα στα κάτω τείχη
απ' τη σχισμή αρχαίου κεραμικού
διακριτικό το ροσμαράκι αναδύεται
μ' ενός λεπτού σιγή
μ' ενός λεπτού κατάνυξη


Αρχή της σελίδας
6+1 ΚΛΙΚ

Εκκλησάκι τσέπης σε καλεί
να σε συστήσει στη γαλήνη
*
Ο Ταυγετος που επισκέφθηκες
σου γνέφει πως πολλά σου έκρυψε
*
Μόλις το πρώτο κύμα φθάσει
σουραύλι αρχίζει το τραγούδι
*
Ματόκλαδα απ' το διπλανό τραπέζι
τις αντιστάσεις σου δοκιμάζουν
*
Μουστακοφόρα φώκια παιχνίδια σου κάνει
για να καθυστερήσει την αναχώρηση
*
Το Μαίναλο πήρε φωτιά
τον Πάνα περιέθαλψε σύλλογος γυναικών
*
Έρωτας
μόνη υπάρχουσα δύναμη
ν' απειλεί σοβαρά τις ασθένειες


Αρχή της σελίδας
ΕΡΩΤΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
ΣΑΝ ΕΡΧΕΤΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΣΤΙΓΜΗ
ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΛΑΒΕΙ
ΤΗΝ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΗ ΑΣΚΗΜΙΑ


Αρχή της σελίδας
Αρχή της σελίδας Αρχή της σελίδας papoulias@epean.org